- επταπλάσιος
- και εφταπλάσιος, -α, -ο (AM ἑπταπλάσιος, -ία, -ον)1. επτά φορές μεγαλύτερος2. επτά φορές ισχυρότερος, περισσότερος κ.λπ.3. κατά πολύ, ασύγκριτα μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («ἑπταπλασίῳ φαυλότερος», Πλάτ.).επίρρ...επταπλασίως και επταπλάσια(AM ἑπταπλασίως)επτά φορές περισσότερο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διπλάσιος].
Dictionary of Greek. 2013.